- ἰσημερινόν
- ἰσημερινόςequinoctialmasc acc sgἰσημερινόςequinoctialneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταχυμετάβολος — ον, ΜΑ αυτός που μεταβάλλεται γρήγορα («διὰ τό ταχυμετάβολον τῶν ὑπό τὸν ἰσημερινόν πνευμάτων», Πτολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μετάβολος «μεταβλητός» (πρβλ. πολυ μετάβολος)] … Dictionary of Greek